τσακίδια

τσακίδια
τα:

6** ( — или σύρε) στα τσακίδια! — пропади ты пропадом!;

έγινε τσακίδια — его словно ветром сдуло


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τσακίδια" в других словарях:

  • τσακίδια — τα, Ν 1. μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί 2. φρ. «σύρε [ή άει ή άμε] στα τσακίδια» φύγε να μην σέ βλέπω, εξαφανίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. ίδια (πρβλ. πριον ίδια)] …   Dictionary of Greek

  • τσακίδια — τα μέρος όπου τσακίζεται κανείς, όπου γκρεμίζεται: Δεν πας στα τσακίδια; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκκορώ — ἐκκορῶ ( έω) (Α) 1. σκουπίζω 2. τινάζω, αποβάλλω 3. αρπάζω την κόρη κάποιου 4. φρ. «ἐκκορηθείης σύ γε» άι στα τσακίδια …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»